πηδαλιώδης — ες, ΝΑ [πηδάλιον] όμοιος με πηδάλιο, αυτός που χρησιμοποιείται ως πηδάλιο (α. «πηδαλιώδη φτερά» τα φτερά τής ουράς τού πουλιού που χρησιμοποιούνται ως πηδάλιο κατά την πτήση β. «ὄπισθεν μόνον ἔχουσι τὰ πηδαλιώδη αἱ ἀκρίδες», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
ουροπύγιος — ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ουρά και στον πρωκτό μαζί 2. το ουδ. ως ουσ. το ουροπύγιο ζωολ. το πυραμιδοειδές οπίσθιο άκρο τών πτηνών από το οποίο φύονται τα πηδαλιώδη φτερά τής ουράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. uropygium (< … Dictionary of Greek
στρουθιόμορφα — Η πιο πολυάριθμη και πιο σύνθετη τάξη πουλιών, που περιλαμβάνει πάνω από 5000 είδη, συνήθως μικρά ή μέτρια. Το σχήμα του σώματος, το ράμφος, ο χρωματισμός του πτερώματος και το κελάδημα ποικίλλουν πολύ. Οι φτερούγες, πολύ αναπτυγμένες, έχουν 9 11 … Dictionary of Greek
υδροψαλίδα — (hydropsalis). Γένος πτηνών της οικογένειας των Αιγοθηλιδών, της τάξης των αιγοθηλιμόρφων. Περιλαμβάνει γύρω στα 10 είδη που ζουν στη Νότια Αμερική και ιδιαίτερα στη Βραζιλία, σε υγρές περιοχές. Πρόκειται για ωραία μικρόσωμα πουλιά, που… … Dictionary of Greek
ορνιθόμορφα — Λέγονται και ορνιθοειδή. Τάξη πουλιών που αποτελείται ολόκληρη σχεδόν από την υπόταξη των αλεκτόρων. Τα ο. περιλαμβάνουν μερικά είδη που εκτρέφονται από τον άνθρωπο και πολλά άγρια που υφίστανται κατά κανόνα εντατικό κυνήγι. Αν και οι διαστάσεις… … Dictionary of Greek
πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… … Dictionary of Greek